μίτρα

μίτρα
μίτρα
1 headband worn by victorious athletes.

ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.84

λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μᾰτραν I. 5.62

met., ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (ἀλληγορικῶς τὸν ποικίλον ὕμνον οὕτω φησὶν ὡς Λυδίῳ ἁρμονίᾳ γεγραμμένον. Σ.) N. 8.15, cf. fr. 179.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μίτρα — Μίτρᾱ , Μίτρα fem nom/voc/acc dual Μίτρᾱ , Μίτρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρα — μίτρᾱ , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc/acc dual μίτρᾱ , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίτρᾳ — Μίτραι , Μίτρα fem nom/voc pl Μίτρᾱͅ , Μίτρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρᾳ — μίτραι , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc pl μίτρᾱͅ , μίτρα maiden s girdle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — η χρυσοκέντητο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μίτρας — Μίτρᾱς , Μίτρα fem acc pl Μίτρᾱς , Μίτρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτρας — μίτρᾱς , μίτρα maiden s girdle fem acc pl μίτρᾱς , μίτρα maiden s girdle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίτραι — Μίτρα fem nom/voc pl Μίτρᾱͅ , Μίτρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτραι — μίτρα maiden s girdle fem nom/voc pl μίτρᾱͅ , μίτρα maiden s girdle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίτραν — Μίτρᾱν , Μίτρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”